προεῖπαν

προεῖπαν
προεῖπαν , προεῖπον
foretell
aor part act neut nom/voc/acc sg (epic ionic)
προεῖπαν , προεῖπον
foretell
aor ind act 3rd pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προφήτης — ο 1. αυτός που προφητεύει, που προλέγει τα μέλλοντα: Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης προείπαν τον ερχομό του Χριστού. 2. επίθ. του Μωάμεθ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”